Skip to content

Ομιλία στο 8ο Στρατηγικό Συνέδριο: Επενδύσεις στην Ελλάδα & Αναπτυξιακή Προοπτική

Η πανδημική κρίση ανέδειξε τη σημασία μιας πολυδιάστατης οικονομίας, της εγχώριας παραγωγής προϊόντων και της παραγωγικής αυτονομίας της Ελλάδας, αλλά και τη σημασία του μετασχηματισμού του οικονομικού μας μοντέλου, ώστε η οικονομία μας να είναι καινοτόμα, εξωστρεφής και παραγωγική.

Αυτή είναι η βασική προϋπόθεση για να διασφαλίσουμε την κοινωνική συνοχή και την ανάπτυξη για όλους, αλλά και να συμμμετάσχουμε ισότιμα στον ευρωπαϊκό ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό της κοινωνίας και της οικονομίας.

Οι πόροι υπάρχουν. Αρκεί όμως η διαθεσιμότητα των πόρων;

Ο πακτωλός χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης, του νέου ΕΣΠΑ και της ΚΑΠ ελοχεύει τον κίνδυνο της μεσοπρόθεσμης ευημερίας των πολιτών, αν απλώς διατεθούν για κατανάλωση εισαγόμενων αγαθών και δεν μετουσιωθούν σε παραγωγικές επενδύσεις που δημιουργούν ποιοτικές θέσεις εργασίας.

Άρα, στόχος παραμένει η ανάπτυξη και ευημερία χωρίς αποκλεισμούς, αλλά με προοπτικές για τους νέους επιστήμονες, μέσα από μια ισχυρή παραγωγική βάση που μας επιτρέπει να συμβαδίζουμε με τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, να είμαστε καινοτόμοι και εξαγωγικοί.

Όλοι μιλούν, λοιπόν, για την ανάπτυξη και προβλέπουν ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης για τη χώρα και την οικονομία, μέσα από έκρηξη επενδύσεων που θα καλύψει μέρος της δεκαετούς αποεπένδυσης της χώρας, λόγω της παρατεταμένης κρίσης.

Το ζητούμενο είναι ποιοτικές επενδύσεις με ισχυρό αποτύπωμα στις αλυσίδες αξίας, ένα ισχυρό επενδυτικό ρεύμα που θα τονώσει την οικονομία και θα δημιουργήσει πολλές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.

Επενδύσεις που θα συμβάλλουν στην αντιστροφή του brain drain, αξιοποιώντας τους επιστήμονες υψηλής εξειδίκευσης.

Αυτό όμως προϋποθέτει:

  • Πολιτική σταθερότητα και συναίνεση
  • Βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, με απλοποίηση των διαδικασιών και διαμόρφωση κανόνων για την προσέλκυση επενδύσεων
  • Ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας μέσα και από την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας
  • Ενίσχυση της ρευστότητας και χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων με ανταγωνιστικό κόστος χρήματος

 

Κυρίες και κύριοι,

Παρά τις παλινωδίες και τις ακρότητες των περασμένων ετών, με ιδεοληψίες που λειτούργησαν αποτρεπτικά για την προσέλκυση επενδύσεων, πλέον έχει διαμορφωθεί ένα συμπαγές, πλειοψηφικό φιλοεπενδυτικό ρεύμα στο πολιτικό σύστημα, παρά τις επιμέρους διαφορές.

Και αυτό αναμφίβολα είναι θετικό και ελπιδοφόρο, είναι το κατάλληλο μήνυμα για την προσέλκυση άμεσων ξέων επενδύσεων.

Άμεσες ξένες επενδύσεις που κυμαίνονται στην Ελλάδα σε ποσοστό 16% του ΑΕΠ έναντι 60% στην Ευρωζώνη, με τις περισσότερες ΑΞΕ το 2020 να αφορούν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου θυγατρικών εταιριών και επενδύσεις σε ακίνητα και κόκκινα δάνεια.

Δεν είναι προφανώς αυτές οι επενδύσεις που έχουν προστιθέμενη αξία για την ελληνική οικονομία.

Χρειαζόμαστε επενδύσεις σε κλάδους της οικονομίας που αφορούν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και καινοτόμες υπηρεσίες, με αξιοποίηση του πολυτιμότερου κεφαλαίου της χώρας: του ανθρώπινου δυναμικού.

Τη στιγμή, μάλιστα,  που ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου παραμένει σε χαμηλά επίπεδα τα τελευταία 13 χρόνια. Και παρά τους πανηγυρισμούς για την αύξηση 8,6% το πρώτο τρίμηνο του 2021, παραμένουμε στην προτελευταία θέση του σχετικού δείκτη

Παρά τις νομοθετικές παρεμβάσεις για απλοποίηση στην έναρξη των οικονομικών δραστηριοτήτων και τη διευκόλυνση των επενδύσεων, η χώρα παραμένει στάσιμη στο δείκτη της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας  του IMD και το δείκτη φορολογικής ανταγωνιστικότητας του Tax Foundation, με οριακή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας το 2020.

Γεγονός που δείχνει ότι πολλά ακόμα πρέπει να γίνουν και ότι οι επενδυτές δεν μπορούν να περιμένουν, ούτε να επαναπαύονται σε ιαχές και σαλπίσματα κυβερνητικών αξιωματούχων περί εκρηκτικών ρυθμών ανάπτυξης.

Σημαντικό έλλειμμα στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας αποτελούν οι σοβαρές καθυστερήσεις στον αναπτυξιακό νόμο και η έλλειψη χρηματοδότησης, με πολύ μικρό ποσοστό των εγκεκριμένων σχεδίων να υλοποιούνται και αυτές με πολυετείς καθυστερήσεις που απαιτούν συνεχείς παρατάσεις.

Πόσο ανταγωνιστική μπορεί να είναι μια οικονομία όταν η τεχνολογία δεν εντάσσεται στη στρατηγική του 40% των μικρών επιχειρήσεων (σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Εθνικής Τράπεζας), ενώ σύμφωνα με μελέτη του ΣΕΒ η χώρα μας κατατάσσεται στην προτελευταία θέση στην Ε.Ε. όσον αφορά στην ψηφιακή ωριμότητα των επιχειρήσεων;

Όταν μόλις 3% της βιομηχανίας χρησιμοποιεί λύσεις τεχνητής νοημοσύνης;

Απαιτούνται, λοιπόν, και εδώ γρήγορα και αποτελεσματικά βήματα, πέρα από επικοινωνιακά πυροτεχνήματα περί ψηφιακής έκρηξης της χώρας.

Το κυρίαρχο, όμως, πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και τροχοπέδη για την πραγματική ανάπτυξη αποτελεί η έλλειψη ρευστότητας, με την πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση να αφορά μόλις 30.000 επιχειρήσεις σε σύνολο 400.000 επιχειρήσεων και 830.000 ενεργών επιχειρηματικών ΑΦΜ.

Την ίδια στιγμή, το κόστος χρηματοδότησης παραμένει δυσθεώρητα υψηλό σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Και όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που  το εγχώριο τραπεζικό σύστημα δανείζεται με αρνητικό, σχεδόν, επιτόκιο από την ΕΚΤ, εμφανίζει αυξημένες καταθέσεις δεκάδων δις, ενώ και οι ισολογισμοί των τραπεζών εμφανίζουν μειωμένο ποσοστό ‘’κόκκινων δανείων’’.

Παρ’ όλα αυτά- και σύμφωνα με την έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος- η τραπεζική χρηματοδότηση προς τα νοικοκυριά συνέχισε να μειώνεται το 2020 και το 1ο τετράμηνο του 2021, η καθαρή ροή δανείων δε θα κυμανθεί λίγο πάνω από τα 2 δις ευρώ το 2021, ενώ τα 2/3 της αξίας των εκταμιεύσεων τακτής λήξης προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνδέονται με προγράμματα της Αναπτυξιακής Τράπεζας, με τις τράπεζες να αναλαμβάνουν ελάχιστο ρίσκο.

Ακόμα, όμως, και σε αυτή τη μειωμένη χρηματοδότηση, παρατηρείται ανισοκατανομή, με τις μεγάλες επιχειρήσεις να καταλαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος, με το σχετικό ρυθμό να επιταχύνεται το 1ο τετράμηνο του 2021.

Είναι χαρακτηριστικό ότι 680 μεγάλες επιχειρήσεις έχουν σήμερα υπόλοιπο δανείων 24,4 δις ευρώ την ίδια στιγμή που 59.800 μικρομεσαίες επιχειρήσεις παρουσιάζουν δανειακό υπόλοιπο 41,4 δις ευρώ!

Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν την ελλιπή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και την ανύπαρκτη πολιτική της κυβέρνησης, αφού το Παρατηρητήριο Ρευστότητας έχει καθαρά διακοσμητικό ρόλο.

Χωρίς γενναία χρηματοδότηση της οικονομίας από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, δε νοείται ανάπτυξη, ούτε μπορούν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Και όσο δεν υπάρχει πολιτική βούληση να αλλάξει αυτή η κατάσταση, τόσο θα σφίγγει η θηλιά για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων.

Παρά τις χθεσινές διθυραμβικές ανακοινώσεις για την έγκριση του σχεδίου ‘’Ελλάδα 2.0’’ και τις μεγάλες προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί, οι άξονες του σχεδίου δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εγχώριες παραγωγικές επενδύσεις, αφού προβλέπεται αύξηση εισαγωγών κατασκευαστικού και τεχνολογικού εξοπλισμού για τα έργα που θα υλοποιηθούν από ξένες εταιρίες, με μεγάλες-μόνο- ελληνικές εταιρίες να συμμετέχουν ως partners, με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να απέχουν εκκωφαντικά.

Οι επενδύσεις που προβλέπονται στο σχέδιο θα χρηματοδοτηθούν από κεφάλαια που θα μοχλευτούν μέσα από τις τράπεζες με τα γνωστά αυστηρά κριτήρια που αποκλείουν πάνω από το 93% των ελληνικών επιχειρήσεων.

Η ‘’ανάπτυξη’’ που θα προκύψει από το Ταμείο Ανάκαμψης δεν μπορεί να διευρύνει τις ανισότητες,  να αποκλείει τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας-τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις-ούτε να οδηγεί σε κλείσιμο και ρευστοποιήσεις περιουσιών χωρίς εναλλακτική επιλογή για την επόμενη ημέρα για τις παραδοσιακές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας 3 στις 4 μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα λόγω του lockdown, ενώ σύμφωνα με μελέτη τη ΓΣΕΒΕΕ 1 στις 2 επιχειρήσεις δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις, με το ιδιωτικό χρέος να ξεπερνά τα 250 δις ευρώ και πάνω από 1.850.000 φορολογούμενους να βρίσκονται υπό μέτρα αναγκαστικής είσπραξης το πρώτο τρίμηνο του 2021, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, με το νέο πτωχευτικό κώδικα να οδηγεί σε 250.000 πλειστηριασμούς ακινήτων την επόμενη πενταετία, σύμφωνα με δημόσια τοποθέτηση επικεφαλής ενός από τους servicers δανείων.

Απέναντι σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα που θα επιδεινώνεται όσο περνάει ο καιρός και με την πανδημία να δείχνει και πάλι τα δόντια της, απαιτείται ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο με αξιοποίηση και όχι απλά απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων.

Χρειάζεται διάλογος και συνένωση δυνάμεων για το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα, μια πρόταση που θα αφορά τους πολλούς και όχι τους λίγους, μια πολιτική που θα δώσει ευκαιρίες σε όλους και όχι σε εκλεκτούς.

Αυτή τη στρατηγική υπερασπιζόμαστε στο Κίνημα Αλλαγής και αυτή τη μάχη θα δώσουμε μαζί με τους συλλογικούς φορείς, όπως το Επαγγελματικό Επιμελητήριο.

Για μία ανάπτυξη που θα πονάει τον άνθρωπο, που σέβεται τις ανθρώπινες αξίες.

Back To Top