Skip to content

Αντιλήψεις ενός έθνους: Μια ιστορία που κρατά 200 χρόνια- ΑΡΘΡΟ ΣΤΟ ”ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ”

Από το 146 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Ελλάδα, έπαψε να υπάρχει οποιαδήποτε μορφή Ελληνικού κράτους ή πόλης-κράτους, για σχεδόν 2.000 χρόνια. Οι Ελληνικές πόλεις έγιναν μέρος των ανατολικών επαρχιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και αργότερα της Ανατολικής Ρωμαϊκής ή Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Όμως ο ελληνισμός, όχι απλά δε χάθηκε, αλλά εξαπλώθηκε, κυρίως μέσω της τέχνης και της φιλοσοφίας των κλασσικών. Μετέπειτα, ο Ελλαδικός χώρος και κυρίως η Ελληνική γλώσσα έπαιξαν βασικό ρόλο στην εξάπλωση του Χριστιανισμού και την εδραίωση της Ορθοδοξίας. Αυτά τα δυο στοιχεία, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική ιστορικότητα του τόπου μας, συνετέλεσαν στο να μη χαθεί η ταυτότητα μας-όπως έγινε με τόσους και τόσους λαούς της Ευρώπης- αλλά και να διατηρηθεί ο όρος «Ελληνικό Έθνος», παρόλο που Ελληνικό κράτος δεν είχε υπάρξει ποτέ!

Δεν θα αναφερθώ καθόλου στον αγώνα της ανεξαρτησίας του 1821, ούτως ή άλλως αυτές τις ημέρες, πολλοί και έγκριτοι ιστορικοί περιγράφουν τα γεγονότα πολύ καλύτερα από εμένα. Θέλω, όμως, να αναφερθώ σε δυο αντιλήψεις που ακολουθούν τους Έλληνες μέχρι σήμερα και καθορίζουν ακόμα την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας.

Η πρώτη είναι, ότι χωρίς τις μεγάλες δυνάμεις δεν θα μπορούσε να υπάρξει Ελληνικό κράτος. Η αλήθεια είναι ότι ολοένα και περισσότερα ιστορικά στοιχεία καταδεικνύουν ότι ο ρόλος των μεγάλων δυνάμεων ήταν περιορισμένος. Σε πολλές, μάλιστα, περιπτώσεις έδρασαν και εις βάρος της επανάστασης. Όπως και να έχει, από τότε δημιουργήθηκαν φράξιες και τάσεις, υπέρ των Ρώσων, των Άγγλων, των Γερμανών ή των Γάλλων. Ολόκληρη η Ελληνική εξωτερική πολιτική βασίστηκε ουσιαστικά στο ποιός θα μπορούσε να μας βοηθήσει καλύτερα ενάντια στους εχθρούς μας, παρά τις όποιες σημαντικές «προδοσίες» των συμμάχων μας.

Η αντίληψη αυτή ήταν καθοριστική στην ιστορία του Ελληνικού, πλέον, κράτους, είτε θετικά ή αρνητικά. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, όπου ουσιαστικά η χώρα παρέμεινε ουδέτερη σχεδόν μέχρι σχεδόν το τέλος του, ενώ στην περιοχή διεξάγονταν τεράστιες πολεμικές επιχειρήσεις, ο καταστροφικός εθνικός διχασμός που δημιουργήθηκε, η μετέπειτα διαχείριση της συμμαχικής νίκης και η θεωρητική «προδοσία» των συμμάχων που οδήγησε στη Μικρασιατική καταστροφή.

Παρομοίως, κατά το Β’ Παγκόσμιο, ακόμη και πριν την εισβολή των Ιταλών, η χώρα ήταν διχασμένη υπέρ των Σοβιετικών -συμμάχων τότε των Γερμανών- και της Αγγλογαλλικής συμμαχίας. Η αλλαγή στρατοπέδου των Σοβιετικών δεν απέτρεψε τον διχασμό των Ελλήνων, απλά έδωσε ξεκάθαρα πολιτικά χαρακτηριστικά στην Εθνική Αντίσταση και οδήγησε στα Δεκεμβριανά, τη συνθήκη της Βάρκιζας και τον εμφύλιο πόλεμο.

Ξανά και ξανά, από το 1821 μέχρι σήμερα, βλέπουμε την καλλιέργεια του μύθου ενός σωτήρα του Έθνους, μια προσωπολατρεία ξένων ηγετών, ξεχνώντας ότι οι ηγέτες αυτοί έχουν τη δική τους ατζέντα, πάντα προς όφελος των δικών τους χωρών.

Η δεύτερη αντίληψη είναι ότι είμαστε ένα και μοναδικό παράδειγμα διχασμού στον κόσμο. Ότι είμαστε η μοναδική χώρα που διχαζόμαστε για το κάθε τι και εν τέλει οδηγούμαστε μόνοι μας στην καταστροφή. Ισχύει ότι ουδέποτε στα 200 αυτά χρόνια δεν υπήρξε ομοψυχία και σύμπλευση, ότι πάντοτε θα δημιουργούνταν στρατόπεδα. Ειδικότερα σήμερα, ο διχασμός αυτός φαντάζει πιο επίκαιρος από ποτέ.

Όμως δεν είναι ίδιον των Ελλήνων. Σε όλα τα κράτη υπήρχε και υπάρχει το ίδιο πρόβλημα. Στις ΗΠΑ, μετά τον πιο αιματηρό εμφύλιο πόλεμο όλων των εποχών, ακόμα προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα του ρατσισμού και των φυλετικών διαφορών. Στη Σκωτία υπάρχει απόλυτος διχασμός για το αν πρέπει να ανήκουν στο Ηνωμένο Βασίλειο ή όχι. Στην Ιταλία ισχύει άτυπα μέχρι και σήμερα διαχωρισμός Βορρά και Νότου. Στην Ισπανία οι Βάσκοι και οι Καταλανοί δεν θεωρούν τους εαυτούς τους Ισπανούς. Ολόκληρη η Ευρώπη είναι διαιρεμένη στο ζήτημα των προσφύγων και μεταναστών.

Κάτι που στην Ελλάδα δεν πρέπει να ξεχνάμε. Ανεξάρτητα από τη μακραίωνη παρουσία μας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, είμαστε ένα έθνος με μεγάλη προσφυγική και μεταναστευτική ιστορία.Η Ελλάδα γαλουχήθηκε από τους πρόσφυγες του ’22 και επηρεάστηκε από το μεταναστευτικό κύμα των δεκαετιών του ’50 και του 2010.

200 χρόνια, λοιπόν, από την επανάσταση και είναι ευκαιρία να μάθουμε από την ιστορία μας και να δούμε τα λάθη μας , ώστε να μην τα επαναλάβουμε.

Back To Top