Τις καταστροφικές συνέπειες στην ελαιοκαλλιέργεια των φαινομένων της κλιματικής αλλαγής αναδεικνύουν για μία ακόμα φορά…
Η ανάπτυξη την εποχή του κορονοϊού-ΑΡΘΡΟ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΕΠΙΚΑΙΡΑ»
Το καλοκαίρι, μια παραγωγική εποχή για πολλούς κλάδους και επιχειρηματίες και περίοδος χαλάρωσης και ανασύνταξης για άλλους, φέτος κύλησε δύσκολα. Δυστυχώς, το τοπίο διαγράφεται αβέβαιο και για το φθινόπωρο που έρχεται, με τα προβλήματα να συσσωρεύονται σε πολλούς τομείς. Η αναγκαστική στασιμότητα, λόγω της πανδημίας, διαπερνά τον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της χώρας. Οι προβλέψεις αναθεωρούνται προς το χειρότερο, ενώ τα νούμερα δεν επιτρέπουν αδράνεια και ωραία λόγια. Η ύφεση πλησιάζει το διψήφιο ποσοστό, ενώ η ανεργία θα ξεπεράσει το 20%. Τα σύννεφα έχουν πυκνώσει δραματικά.
Και δεν είναι μόνο οι δείκτες και οι αριθμοί που επιδεινώνονται, αλλά και χιλιάδες οικογένειες που αισθάνονται το φόβο και την αγωνία για την επόμενη μέρα.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατέγραψαν σημαντικές απώλειες, με την εκτίμηση για μείωση του τζίρου να φτάνει τα 50 δισ. ευρώ το 2020. Παρ’όλα αυτά, η κυβέρνηση, αντί για ένα στοχευμένο και ρεαλιστικό σχέδιο, αρκέστηκε στην εξαγγελία άτολμων και αποσπασματικών μέτρων. Και, ακόμα χειρότερα, εκμεταλλεύθηκε την κρίση για να υιοθετήσει το δόγμα “λιγότερη δουλειά – μειωμένος μισθός” για τους εργαζόμενους.
Η εικόνα υπουργών να αλληλοσυγχαίρονται για τα μέτρα που πήραν και τα δισ. που μοίρασαν στα λόγια, αλλά δεν έφτασαν ποτέ στην πραγματική οικονομία, προκαλούσε τουλάχιστον αμηχανία. Ήταν κωμική και θλιβερή ταυτόχρονα και, κυρίως έδειχνε την απόστασή τους από την πραγματικότητα.
Ρευστότητα, ένα βασανιστικό πρόβλημα για τον κόσμο της αγοράς
Η ρευστότητα είναι ένα ζήτημα που εδώ και χρόνια ταλανίζει τον κόσμο της αγοράς, και ειδικότερα τους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες. Στο επιβαρυμένο παρελθόν των χρόνων της κρίσης ήρθε να προστεθεί το lockdown, θέτοντας σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων που με δυσκολίες κατάφεραν τα προηγούμενα χρόνια να σταθούν όρθιες.
Η κυβέρνηση, παρά την εγγύηση ρευστότητας που παρείχε στις τράπεζες μέσω των κρατικών ομολόγων, αποδέχτηκε πρόθυμα τα αυστηρά κριτήρια που οι ίδιες έθεσαν και τα οποία απέκλεισαν εξαρχής 7 στις 10 επιχειρήσεις που δε διέθεταν τραπεζική, ασφαλιστική ή φορολογική ενημερότητα, ως απότοκο της δεκαετούς κρίσης. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, τα δάνεια που υποσχέθηκε η κυβέρνηση δεν έφτασαν ούτε στις επιχειρήσεις που πληρούσαν τα αυστηρά τραπεζικά κριτήρια, αφού από τις 98.500 αιτήσεις που κατατέθηκαν στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ εγκρίθηκαν μόλις 12900, ενώ ανάλογες είναι οι εκτιμήσεις είναι και για τα ποσοστά στο Ταμείο Εγγυοδοσίας, με συνέπεια να δημιουργηθεί ένα χρηματοδοτικό κενό ύψους 10 δισ. ευρώ.
Το πρόγραμμα έκλεισε και μετά την κατακραυγή ξανάνοιξε(!) για να δεχθεί πάνω από 70.000 αιτήσεις, χωρίς να είναι γνωστό πόσα χρήματα ήταν τότε διαθέσιμα – ενδεικτικό της προχειρότητας, ενώ η κυβέρνηση δε δίνει, παρότι έχουν ζητηθεί, αναλυτικά στοιχεία για τα κριτήρια, τις επιχειρήσεις που χρηματοδοτήθηκαν και τα ποσά που δόθηκαν, αποδεχόμενη (μέσω της Αναπτυξιακής Τράπεζας) το ρόλο του απλού διεκπεραιωτή των επιλογών που έγιναν από τις τράπεζες.
Το Κίνημα Αλλαγής από τον Απρίλιο είχε επισημάνει τον κίνδυνο αποκλεισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τα προγράμματα ρευστότητας που διαφήμιζαν οι υπουργοί από τηλεοπτικού άμβωνος, ζητώντας την αύξηση του ποσού της επιστρεπτέας προκαταβολής και τη γρήγορη καταβολή της, τη στιγμή που οι επιχειρήσεις, ιδίως οι εποχικές, είχαν άμεση ανάγκη από τόνωση της ρευστότητας, ενόψει του ανοίγματος της αγοράς και της τουριστικής περιόδου. 3 μήνες μετά, η κυβέρνηση υιοθέτησε μερικώς την πρότασή μας, χωρίς να έχει ακόμα υλοποιήσει την απόφαση αυτή.
Η χρηματοδότηση είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση χιλιάδων επιχειρήσεων. Απαιτείται συγκεκριμένη στόχευση, αλλά και άμεσα μέτρα στήριξης όσων έμειναν εκτός, καθώς και όσων στερήθηκαν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη χώρα.
Στη συγκυρία αυτή, η έλλειψη ρευστότητας γίνεται εκρηκτική ειδικά για τις επιχειρήσεις που κουβαλάνε κόκκινα δάνεια. Η κυβέρνηση ανοίγει τον ασκό του Αιόλου, αφήνοντας για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια τους δανειολήπτες απροστάτευτους. Το Κίνημα Αλλαγής, πρότεινε τη σύσταση διακομματικής επιτροπής για την προστασία της πρώτης κατοικίας, πρόταση που αποδέχθηκαν όλα τα υπόλοιπα κόμματα, πλην της Νέας Δημοκρατίας που χρεώνεται την απελευθέρωση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, σταθερή επιδίωξη τραπεζών και δανειστών.
Εμείς, στο Κίνημα Αλλαγής μιλάμε με προτάσεις που έχουμε διαμορφώσει μέσα από την επαφή μας με τον κόσμο της εργασίας, τους επαγγελματίες και τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες. Έχουμε πλήρη συναίσθηση των αδιεξόδων και της αγωνίας που βιώνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι και επηρεάζει άμεσα τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Η αδράνεια, η ατολμία και η αδυναμία της κυβέρνησης να στηρίξει τις επιχειρήσεις που άντεξαν δέκα χρόνια κρίσης, δεν μπορεί να καλυφθεί με όρους επικοινωνιακής διαχείρισης.
Για μια νέα παραγωγική ανασυγκρότηση
Τα προηγούμενα χρόνια ζήσαμε μια αντίφαση. Στο εξωτερικό η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εκφωνούσε έναν φιλοεπενδυτικό λόγο, ενώ στο εσωτερικό δημιουργούσε ένα πολωτικό κλίμα, υπονομεύοντας την προσέλκυση επενδύσεων. Διαμορφώθηκε έτσι ένα περιβάλλον ανασφάλειας στους επενδυτές, τη στιγμή που οι κοινωνικές συμμαχίες είναι απαραίτητες για να προχωρήσουν αποφασιστικά οι επενδύσεις και η ανάπτυξη.
Σήμερα, η κυβέρνηση της ΝΔ υιοθετεί το φιλοεπενδυτικό αφήγημα, χωρίς να διαθέτει συνεκτικό μοντέλο παραγωγικής ανασυγκρότησης αλλά και τις αναγκαίες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις, πορευόμενη με αυταρέσκεια, πολλές φορές και αλαζονικά.
Ενόψει της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου, απαιτείται θεσμικός διάλογος με τους παραγωγικούς φορείς και το σύνολο του πολιτικού συστήματος για τη διαμόρφωση της στρατηγικής και της πρότασης που θα καθορίσει τη φυσιογνωμία της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες.
Στο πλαίσιο αυτό, τα 72 δις αποτελούν αναμφίβολα μια μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα. Πρέπει όμως να αξιοποιηθούν σωστά και έγκαιρα, με άμεσες διαδικασίες, συγκεκριμένους στόχους και χρονοδιαγράμματα.
Από τον όλο σχεδιασμό της κυβέρνησης όμως, ακόμη και από την βαθιά συντηρητικής αντίληψης έκθεση Πισσαρίδη, απουσιάζει κάθε ουσιαστικό μέτρο στήριξης της μικρομεσαίας επιχείρησης. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρέπει να στηριχθούν ουσιαστικά για να αξιοποιήσουν τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες, να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, να δημιουργήσουν πολλές νέες θέσεις εργασίας με αξιοπρεπείς συνθήκες και αμοιβές.
Οι προτάσεις μας για τις επιχειρήσεις, έτσι ώστε να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας, είναι συγκεκριμένες:
- Νέα προγράμματα χορήγησης ρευστότητας με κύριο κριτήριο την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και ειδική στόχευση στις περιοχές με δραματική μείωση της οικονομικής δραστηριότητας
- Νέο πρόγραμμα επιστρεπτέας προκαταβολής ύψους 2 δις ευρώ επιπλέον και άμεση καταβολή, με πρόβλεψη ελάχιστου χορηγούμενου ποσού που θα συνιστά ουσιαστική ένεση ρευστότητας για τις ατομικές και μικρές επιχειρήσεις (πχ 5000 ευρώ)
- Επιδότηση ενοικίου (κατά 40%) για τις πληγείσες επιχειρήσεις-και την φοιτητική στέγη-ως το τέλος του 2020, με αναλογική ελάφρυνση των ιδιοκτητών.
- Στήριξη της ανταγωνιστικότητας των ‘’μεγάλων ασθενών’’ του covid-19-του τουρισμού και της εστίασης-και για το 2021 με μείωση του ΦΠΑ στο 6%.
- Κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.
- Ακατάσχετος τραπεζικός λογαριασμός για τους επαγγελματίες.
- Παράταση των μέτρων για την αναβολή πληρωμών σε επιχειρήσεις που έχουν πληγεί δραστικά από την κρίση, και βιώσιμες ρυθμίσεις (πχ 120 δόσεις), ώστε να καταστεί δυνατή η καταβολή τους.
Η πραγματική πρόκληση είναι να σχεδιάσουμε το νέο παραγωγικό και οικονομικό μοντέλο. Με έμφαση στον πρωτογενή τομέα, τη βιομηχανία και τη μεταποίηση, ένα ανθεκτικό μοντέλο τουρισμού, την ενίσχυση του προνοιακού κράτους, τη στήριξη της εργασίας και τις αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Με τη στήριξη επενδύσεων που αφορούν στην κυκλική οικονομία, την πράσινη ανάπτυξη και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τη δημιουργία υποδομών, έργων και δικτύων για τις ‘’έξυπνες’’ πόλεις.
Η Ελλάδα χρειάζεται να χτίσει μια εύρωστη και παραγωγική βάση με εμπορεύσιμα –και στις διεθνείς αγορές– αγαθά και υπηρεσίες. Το πώς μπορεί όμως να επιτευχθεί, με ποιους όρους και σε ποιο πλαίσιο αποτελεί κρίσιμο πεδίο. Απαιτείται αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού της χώρας και ισχυρή πολιτική βούληση μακριά από μικροκομματικές στοχεύσεις και εξυπηρετήσεις.
Είναι αναγκαίο λοιπόν να ληφθούν άμεσα πρωτοβουλίες για ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, ένα σχέδιο εθνικής προέλευσης, και όχι καθ’ υπόδειξη όπως συνέβαινε τα χρόνια της κρίσης. Μια καινούργια αρχή που θα στηρίζεται αλλά και θα συνθέτει τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας και της οικονομίας, αποτελεί μονόδρομο.
Οι δυσκολίες και τα προβλήματα που θέτει η πανδημία, σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας, είναι ένας πρόσθετος λόγος για να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, χωρίς υπεκφυγές και άγονες αντιπαραθέσεις που για πολλά χρόνια ζημίωσαν την κοινωνία και την οικονομία. Η ανάπτυξη της χώρας είναι ένα στοίχημα για όλους μας. Και θα κριθούμε όλοι αυστηρά για τη στάση μας και τη συμβολή μας στο νέο στοίχημα της χώρας.