‘’Η εθνική μας ευθύνη επιβάλλει την ψήφιση των αμυντικών δαπανών, αλλά συνοδεύεται από σοβαρές επιφυλάξεις…
ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
Η ίδρυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας στην Ελλάδα, η πρώτη και εμβληματικότερη μεταρρυθμιστική προσπάθεια για αλλαγή στο σύστημα υγείας, είχε ως στόχο την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου υπηρεσιών για όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης, κοινωνικής τάξης ή και ασφαλιστικής ικανότητας, με βάση τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης, πάνω στο τρίπτυχο ‘’ποιοτικές, δωρεάν και καθολικές υπηρεσίες’’.
Αυτές οι αρχές, που συγκροτούν τον πυρήνα της φιλοσοφίας και της λειτουργίας των Εθνικών Συστημάτων Υγείας, αποτελούν ένα κεκτημένο για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, που έχει τη σφραγίδα της σοσιαλδημοκρατίας.
Όμως η εφαρμογή αυτών των αρχών είναι σήμερα αντιμέτωπη με πλήθος προκλήσεων που οφείλονται στις δημογραφικές αλλαγές, τις αλλαγές στην επιδημιολογία και το προφίλ νοσηρότητας, τις τεχνολογικές αλλαγές που καθιστούν ακριβές τις νέες τεχνολογίες, αλλά και το ασταθές δημοσιονομικό περιβάλλον.
Οι προκλήσεις αυτές θέτουν επομένως ένα κεντρικό ερώτημα σχετικά με τα όρια και τους τρόπους οικονομικής υποστήριξης του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Το ερώτημα τέθηκε με πιο επιτακτικό τρόπο στη χώρα μας κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και της δημοσιονομικής προσαρμογής, αφού ο τομέας της υγείας ήταν από αυτούς που δέχθηκαν ένα από τα ισχυρότερα πλήγματα.
Απέναντι σε αυτό το ερώτημα, η απάντηση που δίνεται που δίνεται από τους συντηρητικούς και τους σοσιαλδημοκράτες ξεκινάει από διαφορετική φιλοσοφία και ιδεολογική βάση.
Οι συντηρητικές δυνάμεις θεωρούν ότι η υγεία δεν αποτελεί δημόσιο αγαθό που θα πρέπει να παρέχεται ισότιμα και με την ίδια υψηλή ποιότητα σε όλους, αλλά κυρίως προσωπική ευθύνη του καθενός, που θα πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες του ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα.
Γι’ αυτό υπερτονίζουν αυτό το κόστος, όχι επιδιώκοντας να βρουν τρόπους να το καλύψουν, αλλά για να μειώσουν τη συμμετοχή του κράτους, του οποίου η ευθύνη περιορίζεται σε μια βασική υγειονομική κάλυψη για τους πιο ευάλωτους.
Αντίθετα, για τους σοσιαλδημοκράτες η υγεία όχι μόνο αποτελεί δημόσιο αγαθό, αλλά και έναν από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης του ανθρώπινου κεφαλαίου και από τους βασικούς προσδιοριστές διατηρήσιμης μακροχρόνιας οικονομικής μεγέθυνσης.
Η υγειονομική κρίση ήρθε για να αποδείξει ότι τελικά ότι οι σοσιαλδημοκράτες είχαν δίκιο. Σε ολόκληρη την Ευρώπη τα δημόσια συστήματα υγείας ήταν εκείνα που κλήθηκαν και σήκωσαν όλο το βάρος της κρίσης.
Ακόμα και στην Ελλάδα, με το ΕΣΥ τραυματισμένο από τις συνέπειες μιας μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης, το δημόσιο σύστημα υγείας αποδείχθηκε τελικά το μοναδικό ασφαλές καταφύγιο για τους πολίτες, με το προσωπικό του σε ετοιμότητα και με υπερβάλλοντα ζήλο, καθώς ο ιδιωτικός τομέας αποδείχθηκε – όχι απροετοίμαστος- αλλά απρόθυμος και χωρίς κοινωνική υπευθυνότητα.
Η εμπειρία της υγειονομικής κρίσης απέδειξε ότι η επένδυση στην δημόσια υγεία, αποτελεί ταυτόχρονα και επένδυση στην συνολική ανθεκτικότητα μιας κοινωνίας, που έχει και οικονομική και αναπτυξιακή διάσταση.
Αυτή η συνειδητοποίηση υπαγόρευσε άλλωστε την απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εντάξει τη θωράκιση των δημόσιων συστημάτων υγείας στους στόχους του μεγαλύτερου χρηματοδοτικού εργαλείου της ιστορίας της, του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ενός εργαλείου που η χώρα μας δεν αξιοποίησε στο βαθμό που θα έπρεπε για την ενίσχυση του ΕΣΥ, όπως πρότεινε μετ’ επιτάσεως το ΠΑΣΟΚ.
Όταν, όμως, συζητάμε για πολιτικές που αφορούν την υγεία, δεν μπορούμε να το κάνουμε με ιδεολογικές εμμονές, που στην πράξη έχουν αποδειχθεί μη λειτουργικές.
Ο ιδιωτικός τομέας της υγείας, έχει σαφώς έναν ρόλο σημαντικό, αλλά διακριτό και συμπληρωματικό.
Δεν μπορεί όμως να υποκαταστήσει το δημόσιο τομέα, ούτε να μοιράζεται μαζί του τις ίδιες υποδομές και το ίδιο ανθρώπινο δυναμικό, είτε πρόκειται για Πρωτοβάθμια είτε για Νοσοκομειακή Φροντίδα Υγείας.
Ωστόσο, αυτό ακριβώς επιδιώκει να κάνει τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Αντί να προχωρήσει σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις που αφενός θα εξοικονομούν πόρους υπέρ του ΕΣΥ και παράλληλα θα επιτρέπουν στους γιατρούς του να αμείβονται με κριτήρια αντίστοιχα με την επιστημοσύνη τους και την προσφορά τους, επιλέγει άλλες λύσεις, που αναιρούν τους διαφορετικούς και διακριτούς ρόλους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, με αρνητικές συνέπειες και για τους δύο.
Γιατί, όντως, ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που προκαλούν φυγή γιατρών από το ΕΣΥ και ευθύνονται για την υποστελέχωση των μονάδων υγείας, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, είναι το πρόβλημα των απαράδεκτα χαμηλών αμοιβών, της έλλειψης βαθμολογικών και άλλων κινήτρων.
Ένα πρόβλημα που επιδεινώθηκε κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, με τη χαριστική βολή να δίνεται στη διάρκεια της πανδημίας.
Αυτό τα προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται, όμως, με μέτρα, όπως αυτά που ανακοίνωσε το υπουργείο Υγείας.
Ήδη οι πολίτες αντιμετωπίζουν με έντονο προβληματισμό τα απογευματινά χειρουργεία, για τα οποία θα χρειαστεί να πληρώνουν μικρότερα μεν ποσά, απ’ ό,τι στα αντίστοιχα ιδιωτικά νοσοκομεία, αλλά τα οποία πάντως θα κυμαίνονται από 300 έως 2000 ευρώ και χωρίς να διασφαλίζεται ότι δεν θα μεταφέρονται χειρουργεία στην απογευματινή λίστα.
Η θεσμοθέτηση των απογευματινών χειρουργείων έγινε το 2001 από το ΠΑΣΟΚ με τη δεύτερη μεγάλη μεταρρυθμιστική προσπάθεια στο σύστημα υγείας, με τη συγκρότηση του ΟΔΙΠΥ, αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο εφαρμογής.
Προκειμένου να λειτουργήσει ο θεσμός είναι απολύτως απαραίτητη η αποκατάσταση της πλήρους λειτουργίας των πρωϊνών χειρουργικών αιθουσών στο 100%, που σήμερα είναι κλειστές σε ποσοστό 45%.
Και αυτό προϋποθέτει βούληση και απόφαση για στελέχωση των νοσοκομείων. Στον Ευαγγελισμό, το μεγαλύτερο νοσοκομείο της χώρας λειτουργούν οι 12 από τις 22 αίθουσες.
Ήδη, η ιδιωτική δαπάνη στον τομέα της υγείας ξεπερνά σήμερα το 40% και καθιστά την Ελλάδα πρωταθλήτρια στην Ευρώπη, με ποσοστά που συναντά κανείς σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Σιγκαπούρη, όπου δεν υπάρχει κοινωνικό κράτος.
Κι αυτή είναι η μία οικονομική διάσταση στον τομέα της παροχής υπηρεσιών υγείας.
Η άλλη οικονομική διάσταση αφορά την κοινωνική ασφάλιση υγείας. Τον τομέα εκείνο που καλείται να στηρίξει την δημόσια υγεία στο σκέλος των οικονομικών δαπανών.
Όλες οι ολοκληρωμένες προσπάθειες για μεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης υγείας τα τελευταία 41 χρόνια προήλθαν αποκλειστικά από το ΠΑΣΟΚ, με τελευταία την ίδρυση του ΕΟΠΥΥ το 2011.
Ο ΕΟΠΥΥ συστάθηκε, λειτούργησε, και τώρα πρέπει να μεταρρυθμιστεί. Όχι διότι η τότε μεταρρύθμιση δεν ήταν σημαντική. Αλλά γιατί οι συνθήκες είναι δυναμικές και απαιτούν αλλαγή παραδείγματος στο σύστημα υγείας.
Το επόμενο βήμα, επομένως, είναι η μετεξέλιξη του ΕΟΠΥΥ, με βάση την αρχή ότι η πρόσβαση στη φροντίδα υγείας σχετίζεται με την κλινική ανάγκη, και όχι με την ικανότητα προς πληρωμή… (100.000 ανασφάλιστοι για χρέη ως 100 ευρώ από τις +400.000 που έχασαν ασφαλιστική ικανότητα).
Όχι, όμως, συνεχίζοντας να είναι ένα ταμείο που μοιράζει τα χρήματα των ασφαλισμένων χωρίς κριτήρια, μέθοδο και κανόνες, ούτε ένας εκκαθαριστής δαπανών, αλλά ως ένας φορέας που θα διασφαλίζει την οικονομική αποδοτικότητα και την μεγιστοποίηση του οφέλους σε όρους υγείας.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μετατραπεί σε έναν στρατηγικό παίκτη, η πολιτική του οποίου επηρεάζει όχι μόνο τα οικονομικά του συστήματος υγείας, αλλά και άλλες πτυχές, όπως η ποιότητα και εν τέλει οι εκβάσεις υγείας του πληθυσμού.
Το μέσο είναι η συγκέντρωση όλων των δημόσιων πόρων και η αποκλειστική διαχείρισή τους από τον ΕΟΠΥΥ, με την ανάδειξη του σε μοναδικό αγοραστή, που αξιοποιεί τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών και συμβάλλεται μαζί τους με τους δικούς του όρους και κριτήρια.
Δηλαδή, διαπραγματεύεται και επιλέγει ο ίδιος τι υπηρεσίες θα αγοράσει, με τι ποιότητα και με ποια τιμολογιακά κριτήρια.
Αυτό προϋποθέτει:
- Μέτρηση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας. Ακούμε συνέχεια για οργανισμούς και δείκτες ποιότητας, για τομές σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά τα αποτελέσματα είναι πενιχρά.
- Σύστημα τιμών στα νοσοκομεία. Το ΠΑΣΟΚ εισήγαγε τα ΚΕΝ, η κυβέρνηση διατυμπανίζει για μεγάλες αλλαγές στο σύστημα DRGs, χωρίς συγκεκριμένα αποτελέσματα
- Σύστημα αξιολόγησης και διαπραγμάτευσης των τεχνολογιών. Δημιουργήθηκαν επιτροπές από τις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ χωρίς να υιοθετείται η ευρωπαϊκή πρακτική.
Αναπόφευκτα, η μεταρρύθμισή του ΕΟΠΥΥ θα φέρει μεγάλες αλλαγές στο οικοσύστημα της υγείας, με απαραίτητη προϋπόθεση παράλληλες διαρθρωτικές αλλαγές που ξεπερνούν τα όρια της κοινωνικής ασφάλισης υγείας.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ασφαλώς χώρος και για τον ιδιωτικό τομέα ασφάλισης, χωρίς να απεμπολείται κανένα δημόσιο αγαθό, μέσα από συνέργειες, με όρους που έχουν ξεκαθαριστεί, με ρόλους που έχουν αποδοθεί σωστά και με γνώμονα τον άνθρωπο και την καλύτερη ποιότητα των συνθηκών διαβίωσης του.
Η διεθνής εμπειρία και οι καλές πρακτικές στη διαχείριση της δημόσιας υγείας και στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, προσφέρουν υποδείγματα χρήσιμα για μεταρρυθμίσεις.
Το ζητούμενο είναι να υπάρχει η βούληση γι’ αυτές τις μεταρρυθμίσεις, μέσα από έναν εθνικό σχεδιασμό και με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική ευημερία.
Όχι με γνώμονα τις πελατειακές επιλογές ενός συγκεντρωτικού μοντέλου εξουσίας που περιορίζει τη διαβούλευση σε έναν κλειστό κύκλο συνομιλητών.
Πάνω από όλα, όμως, η υπόθεση του κοινωνικού κράτους, της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης συνδέονται άρρηκτα με την ανάπτυξη, ώστε καθώς μεγαλώνει η πίτα της ανάπτυξης, να μεγαλώνει και το κοινωνικό της μέρισμα.
Αλλά όλη αυτή είναι μια προσέγγιση σοσιαλδημοκρατική, που απέχει σημαντικά από το σημερινό μοντέλο διακυβέρνησης και τις πολιτικές του, που ούτε την ανάπτυξη υπηρετούν, ούτε και την κοινωνική δικαιοσύνη.