Skip to content

Το 2023 είναι μια χρονιά γεμάτη προκλήσεις και αβεβαιότητες, όχι μόνο σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, αλλά και σε οικονομικό-Ομιλία στο “The World Ahead” του The Economist

Το 2023 είναι μια χρονιά γεμάτη προκλήσεις και αβεβαιότητες, όχι μόνο σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, αλλά και σε οικονομικό.
Αναφορικά με το Ταμείο Ανάκαμψης, καταγράφεται καθυστέρηση στην αξιοποίηση των πόρων του. Ένα από τα μεγάλα ζητούμενα είναι το αν οι τράπεζες θα χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις και το αν τα κεφάλαια που θα τοποθετηθούν θα συμβάλλουν σε μόνιμη βάση στην αύξηση του ΑΕΠ μέσω και των θέσεων εργασίας.
Από το “The World Ahead” του The Economist.

Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία μου:

Το 2023 είναι μια χρονιά γεμάτη προκλήσεις, αλλά και αβεβαιότητες, όχι μόνο λόγω και του μεγάλου εκλογικού κύκλου.

Μια χρονιά όπου η ακρίβεια και ο πληθωρισμός-με μειωμένη μεν ένταση-θα συνεχίσουν να ‘’ταλαιπωρούν’’ την πραγματική οικονομία, την ίδια στιγμή που η ανεργία δύσκολα θα κατέβει κάτω από 10%.

Μια χρονιά όπου η ανάπτυξη δεν θα πρέπει να στηριχθεί στην ιδιωτική κατανάλωση ( από τη στιγμή που όλα συνηγορούν ότι μειώνεται) αλλά στις εξαγωγές και τις επενδύσεις με τους οιωνούς να μην προδιαγράφονται αρκούντως αισιόδοξοι, τη στιγμή που το τρίτο τρίμηνο του 2022 οι εξαγωγές μειώθηκαν έστω και 0,3%, ο εγχώριος δείκτης PMI στη βιομηχανία παραμένει επί μακρόν κάτω από τις 50 μονάδες και η βιομηχανική παραγωγή κινείται σταθερά κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.

Αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής οικονομίας και απόδειξη της χαμηλής ανταγωνιστικότητάς της είναι η διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που θα φτάσει τα 20 δις ευρώ για το 2022 από τα 2.7 δις το 2019, με το εμπορικό έλλειμμα να εκτινάσσεται στα 37 δις.

Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα περιοριστούν στο 8% του ΑΕΠ το 2023, έναντι 12,1% το 2022, τη στιγμή που παραμένει αβέβαιο αν θα αξιοποιηθούν όλοι οι διαθέσιμοι κοινοτικοί πόροι.

Αναφορικά με το Ταμείο Ανάκαμψης, καταγράφεται σχετική καθυστέρηση στην αξιοποίηση των πόρων του, με μόλις 68 δανειακές συμβάσεις να έχουν υπογραφεί ως το τέλος του 2022 για επενδυτικά σχέδια 3,22 δις, όταν συνολικά μπορούν να καλυφθούν επενδυτικά σχέδια 30 δις ευρώ.

Και το ζητούμενο βέβαια είναι κατά πόσο η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης διαμορφώνει ένα νέο παραγωγικό πρότυπο, προσδίδει προστιθέμενη αξία στην ελληνική οικονομία και κυρίως κατά πόσο τα οφέλη διαχέονται στους πολλούς και όχι στους λίγους.

Ζητούμενο επίσης αποτελεί το κατά πόσο οι τράπεζες θα χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις και το αν τα κεφάλαια που θα τοποθετηθούν από το ‘’Ελλάδα 2.0’’ θα συμβάλλουν μόνο στιγμιαία ή σε μόνιμη βάση στην αύξηση του ΑΕΠ μέσω και των θέσεων εργασίας.

Και αυτό γιατί η εργασιακή πραγματικότητα στη χώρα μας απέχει πολύ από αυτή των προηγμένων χωρών της Ε.Ε.

Το 15% των εργαζόμενων λαμβάνει μισθό ως 500 ευρώ, ενώ μόλις το 26% των εργαζομένων καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό στις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης υπερβαίνει το 70%.

Οι προαναγγελθείσες για φέτος αυξήσεις δεν αφορούν 1,6 εκατ. εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα και 800.000 δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι και αυτοί αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της ακρίβειας

Και βέβαια, το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας που αποτελεί βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας είναι το διαρκώς αυξανόμενο ιδιωτικό χρέος που υπερβαίνει τα 270 δις ευρώ. Όλα τα εργαλεία που έχει ενεργοποιήσει η κυβέρνηση έχουν αποτύχει. Ενδεικτικά αναφέρω ότι μόλις 2700 ρυθμίσεις έχουν γίνει μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, τη στιγμή που τα κόκκινα δάνεια ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο και πάνω από 4 εκατομμύρια ΑΦΜ χρωστούν στην εφορία.

Θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια ώστε να αντιμετωπιστούν δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, όπως:

  • Το υψηλό μη-μισθολογικό κόστος, με τις κρατήσεις να υπερβαίνουν το 40% και την Ελλάδα να είναι μια από τις πιο ‘’ακριβές’’ χώρες στον ΟΟΣΑ
  • Η υψηλή αναλογία έμμεσων προς άμεσους φόρους, με τους αναλογικούς φόρους να έχουν μικρότερη συμμετοχή σε σχέση με την Ε.Ε., κατάσταση που δεν άλλαξε μετά το πέρας των μνημονίων, επιτείνει την ακρίβεια και ενισχύει την ‘’μαύρη οικονομία’’. Μόνο το 2022, τα επιπλέον έσοδα από το ΦΠΑ ανέρχονται σε 4 δις ευρώ.
  • Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, με τα δηλωθέντα εισοδήματα να παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, αφού δηλώνουμε 79 δις τη στιγμή που σύμφωνα με την Eurostat καταναλώνουμε 129 δις. Ενδεικτικά, το 40% των νοικοκυριών επιβιώνει με εισόδημα 5000 ευρώ/χρόνο, ενώ 250.000 λειτουργούσες επιχειρήσεις δηλώνουν ζημιές σε μόνιμη βάση.

Την ίδια στιγμή, η ελληνική οικονομία θα πρέπει  να υπηρετήσει στόχους που υπαγορεύονται από δεσμεύσεις, όπως:

  • Τα αυξημένα πρωτογενή πλεονάσματα 2-2,5% του ΑΕΠ που θα απαιτηθούν για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους των 355 δις, το οποίο παραμένει ένα από τα τρία υψηλότερα παγκοσμίως ως ποσοστό του ΑΕΠ. Θα προκύψει η δημοσιονομική προσαρμογή από αύξηση του ΑΕΠ ή θα απαιτηθούν επώδυνες λύσεις;
  • Η αύξηση του ΑΕΠ και η τόνωση του επενδυτικού ρεύματος
  • Η αποτελεσματική διαχείριση του ιδιωτικού χρέους
  • Η μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

Βεβαίως, πολλά θα κριθούν από τις πολιτικές σε επίπεδο Ε.Ε., τα χρηματοδοτικά εργαλεία που θα ενεργοποιηθούν και την βούληση ή μη για ενίσχυση της ευρωπαϊκής παραγωγής-έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας- αλλά και τη δικαιότερη κατανομή μεταξύ των κρατών-μελών.

Με αυτές τις επισημάνσεις και με μια φύση και θέση αισιόδοξη ματιά, σε μια χώρα που έχει μάθει να ξεπερνά τις δυσκολίες και να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις, θέλω να  δώσω ένα διαφορετικό στίγμα στη σημερινή και πολύ ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία  του ECONOMIST.

 

Back To Top