-Νοικοκυριά και επιχειρήσεις πνίγονται στα χρέη από την ακρίβεια, το κόστος ζωής κ.α . Υπάρχουν…
Ελλάδα και Τουρκία, σε φόντο ευρωπαϊκό: παιχνίδι για δυνατούς λύτες-ΑΡΘΡΟ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΠΑΤΡΙΣ»
Σύνοδος κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες: Συγκεκριμένες κυρώσεις στη Λευκορωσία για την καταπάτηση της δημοκρατίας από τη μια, συστάσεις στην Τουρκία και προειδοποίηση για ενδεχόμενη επιβολή κυρώσεων, όσον αφορά τη στάση της έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου από την άλλη. Αυτό το «διπλό μήνυμα» έστειλαν οι Βρυξέλλες την Πέμπτη 1η Οκτωβρίου. Μήνυμα αντιφατικό, που, παρά τα θετικά στοιχεία που περιέχει τελικά για την Ελλάδα και την Κύπρο, φανερώνει ταυτόχρονα, τη αμηχανία και τη διστακτικότητα της ΕΕ έναντι της Τουρκίας. Μια διστακτικότητα που βαραίνει αρνητικά, όχι μόνο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τους διεθνείς κανόνες δικαίου αλλά και στην ίδια την λειτουργία και την αξιοπιστία της ΕΕ.
Στο τοπίο που διαμορφώνεται, ποια πρέπει να είναι η στάση της χώρας μας, προκειμένου να διασφαλίσει ταυτόχρονα τα κυριαρχικά της δικαιώματα, το διεθνές δίκαιο και την ειρήνη στο Αιγαίο; Η στρατηγική της Ελλάδας πρέπει να αναπτυχθεί σε τρεις άξονες: Διεκδικητική και δυναμική στάση απέναντι στους εταίρους μας, διπλωματική πίεση στην Τουρκία, ενίσχυση αμυντικών συνεργασιών και εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε τις παλινωδίες της κυβέρνησης. Προχώρησε πρόσφατα –και ορθώς– σε αύξηση των αμυντικών δαπανών, τις οποίες είχε μειώσει στον προϋπολογισμό του 2020, παρότι ήταν ήδη εμφανής η αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας και τα σύννεφα είχαν πυκνώσει καθώς είχε υπογραφεί ήδη το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Δεν είναι όμως μόνο οι αμυντικές δαπάνες. Είναι συνολικά η αδυναμία της κυβέρνησης να δει την επόμενη μέρα και τη μεγάλη εικόνα, όπως διαμορφώνεται στην περιοχή μας.
Η Ελλάδα έχει δείξει ότι σέβεται τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Ήταν και παραμένει παράγοντας σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Όμως, έχει έρθει η ώρα να γίνουμε «απρόβλεπτοι». Να εγκαταλείψουμε τα φοβικά σύνδρομα, να κινηθούμε διεκδικητικά και με αυτοπεποίθηση, αντί να αναζητάμε κάθε φορά «τι θέλει ο Ερντογάν» και να τρέχουμε πίσω από τις εξελίξεις.
Η ελληνική πλευρά πρέπει να κάνει σαφές ότι στο τραπέζι του διαλόγου δεν μπορούν να τεθούν οι προκλητικές διεκδικήσεις της Τουρκίας, υπό την απειλή θερμού επεισοδίου. Γι’ αυτό και πρέπει το μέτωπο του Ελληνισμού να παραμείνει ενιαίο απέναντι στις παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου: καμία συζήτηση πέραν της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών και της υφαλοκρηπίδας.
Με τα δεδομένα αυτά, η ευρωπαϊκή διστακτικότητα απέναντι στην Τουρκία, που επιβεβαιώθηκε και στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Η ΕΕ αδυνατεί να αντιληφθεί τους κινδύνους που απορρέουν από τις επιλογές της Τουρκίας. Αδυνατεί όμως να αντιληφθεί και κάτι ακόμα: ότι η διγλωσσία –και συχνά πολυγλωσσία– της στο ζήτημα υπονομεύει την ευρωπαική συνοχή και προοπτική. Η ΕΕ δεν μπορεί να άλλο να σφυρίζει αδιάφορα απέναντι στις προκλήσεις της Τουρκίας σε Ελλάδα και Κύπρο. Πρέπει εμπράκτως να αποδείξει ότι τα ελληνικά σύνορα είναι και ευρωπαϊκά σύνορα. Με τι προοπτική, άραγε, θα ξεκινήσουν οι διερευνητικές επαφές Ελλάδας και Τουρκίας χωρίς την ενεργοποίηση ευρωπαϊκών κυρώσεων για την Τουρκία;
Οι σχέσεις με την Τουρκία είναι ένα διαχρονικό, σύνθετο και εξαιρετικά δυσεπίλυτο ζήτημα. Η Ελλάδα το βρίσκει –και θα το βρίσκει– μπροστά της διαρκώς. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Η κυβέρνηση συνηθίζει να θριαμβολογεί στο προσκήνιο και να επιδίδεται σε μυστική διπλωματία στο παρασκήνιο. Ωστόσο, στην εξωτερική πολιτική και τα εθνικά θέματα η επικοινωνιακή τακτική είναι όχι μόνο απρόσφορη, αλλά και ανεπίτρεπτη. Καιρός είναι να το αντιληφθούν όλοι, και πρώτη η κυβέρνηση.