Τιμάμε την Πολεμική μας Αεροπορία που υπερασπίζεται τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα-ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Στην τελετή εορτασμού του προστάτη της Πολεμικής Αεροπορίας Αρχαγγέλου Μιχαήλ που πραγματοποιήθηκε στη Σχολή Ικάρων,…
Μια «τέλεια καταιγίδα» χτυπά την αγορά και ιδίως τις ΜμΕ, πάνω από ενάμιση χρόνο τώρα, με προοπτικές που δυστυχώς δεν προδιαγράφονται διόλου ευοίωνες και για το επόμενο έτος, έχοντας να κάνουν με τη μείωση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης, όπως και τις ανατιμήσεις και το αυξημένο ενεργειακό κόστος, με την περίφημη «ρήτρα αναπροσαρμογής» να «φορτώνει» δυσθεώρητα τους επιχειρηματικούς λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος. Επιπλέον, η μείωση του τζίρου στο λιανεμπόριο και την εστίαση κατά τουλάχιστον 30%, μετά την εφαρμογή των τελευταίων, αναγκαίων υγειονομικών μέτρων, δημιουργούν ένα μίγμα που καθιστά τον φετινό χειμώνα γεμάτο από «αρνητικές εκπλήξεις» για την αγορά.
Σε όλα αυτά, έρχονται να προστεθούν συσσωρευμένες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις που έχουν ήδη αρχίσει να αποπληρώνονται κι έχουν να κάνουν με χρέη πανδημίας, επιστρεπτέες προκαταβολές, φόρο εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, τέλη κυκλοφορίας και βέβαια τρέχουσες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις.
Έτσι, οι φορολογικές υποχρεώσεις ξεπερνούν τα 11 δις, με δεδομένο ότι το 1ο εννιάμηνο του 2021 οι απλήρωτοι φόροι έφτασαν τα 3,75 δις ευρώ και τα χρέη στον ΕΦΚΑ αυξήθηκαν. Βέβαια την ίδια στιγμή που ξεπαγώνουν οι δανειακές υποχρεώσεις για τους επαγγελματίες, ξεκινούν οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί αφού δεν έχει γίνει ούτε μία ρύθμιση στον εξωδικαστικό μηχανισμό μετά από 6 μήνες λειτουργίας, ενώ το πρόγραμμα ΓΕΦΥΡΑ ΙΙ για τις επιχειρήσεις, το οποίο σημειωτέον εκπνέει, κάλυψε μόλις 10.000 περιπτώσεις, αφού ήταν φτιαγμένο στα μέτρα των τραπεζών και όχι των επιχειρήσεων
Όμως η στάση της κυβέρνησης είναι διπλά προβληματική:
Αφενός δεν συζητά την αναστολή μέρους των συσσωρευμένων υποχρεώσεων, ώστε να ανασάνουν οι επαγγελματίες, επικαιροποιώντας το πλαίσιο ρυθμίσεων με πολλές δόσεις και κουρέματα για τους συνεπείς.
Αφετέρου δεν προτίθεται να ενισχύσει τη ρευστότητα των επιχειρήσεων ούτε με νέο κύκλο επιστρεπτέας, έστω μικρότερης, ούτε με δάνεια εγγυημένα από το δημόσιο, όπως προτείνει ο διοικητής της ΤτΕ, ούτε να πιέσει το τραπεζικό σύστημα να διοχετεύσει φθηνή ρευστότητα σε μεγαλύτερη περίμετρο επιχειρήσεων.
Η κυβέρνηση αρκείται στη μονότονη επανάληψη των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί από το 2020, χωρίς να δίνει άμεσες λύσεις στα προβλήματα που απειλούν τη βιωσιμότητα πάρα πολλών μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Με βάση τα παραπάνω, εντύπωσή μου είναι πως η κυβέρνηση έχει ξεμείνει από …«καύσιμα», κυρίως σε επίπεδο ιδεών, κι όχι τόσο πόρων, αφού κανείς δε μπόρεσε επαρκώς εξηγήσει, γιατί η κυβέρνηση θεωρεί πως η χώρα έχει την πολυτέλεια να μην αξιοποιεί «καύσιμα» που προέρχονται από τους εταίρους μας, όπως π.χ. η 1η δόση του Ταμείου Ανάκαμψης 1,718 δις που ενώ αναμένονταν τον Οκτώβριο, τελικά θα εκταμιευτούν με το νέο έτος.
Βρισκόμαστε λοιπόν στην εν μέσω μιας «τέλειας καταιγίδας» για την αγορά, τις επιχειρήσεις και συνεπακόλουθα για την ελληνική οικονομία – μια «καταιγίδα» της οποίας ο αντίκτυπος είναι ήδη εμφανής, με τις σχετικές αναφορές να πυκνώνουν.
Στην έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (Μάρτιος-Απρίλιος 20210 το 50% των Ελλήνων δηλώνουν ότι η οικονομική τους κατάσταση έχει επηρεαστεί αρνητικά και σημαντικά στο τέλος του 1ου τριμήνου του 2021.
Στη δε European Payment Report του 2021 και στα συμπεράσματα για την ελληνική αγορά, από τα κύρια ευρήματα είναι ότι:
α) 6 στις 10 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι η αυξανόμενη μακροοικονομική αβεβαιότητα τις οδήγησε να επεκτείνουν τους χρόνους πληρωμής στους προμηθευτές κατά το προηγούμενο έτος, ενώ σχεδόν οι μισές (48%) έχουν αποδεχτεί πληρωμές σε αργότερο χρόνο από αυτόν που θα αισθάνονταν άνετα.
β) Περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις που ερωτήθηκαν, πιστεύουν ότι μέσα στα επόμενα 10 χρόνια οι συναλλαγές στη χώρα μας θα γίνονται χωρίς μετρητά, όταν το αντίστοιχο ποσοστό ένα χρόνο πριν ήταν μόλις 25% και επιπλέον ότι δεν θα καταφέρουν να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον απουσίας φυσικών πληρωμών.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται, επίσης και η πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, τα ευρήματα της οποίας είναι αποκαλυπτικά.
«Οι πρόσφατες πληθωριστικές πιέσεις δημιουργούν νέες πιέσεις, αφού ναρκοθετούν τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και ως εκ τούτου, τη δυνατότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων να ‘’επουλώσουν τις πληγές τους’’, εν απουσία μάλιστα πολιτικών προσανατολισμένων στις ανάγκες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους» σημειώνει χαρακτηριστικά η μελέτη του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ.
Έτσι, δεν είναι τυχαίο πως με μειωμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση και εκτεθειμένες στο αυξανόμενο κόστος ενέργειας, οι εγχώριες μικρές επιχειρήσεις εντοπίζονται σε δυσχερέστερη θέση, έναντι των ανταγωνιστών τους σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Επίσης η έκθεση του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ εντοπίζει επιπλέον πως οι επενδύσεις, παρά το «φιλο-επενδυτικό προφίλ» που θέλει να περάσει η κυβέρνηση, παρουσιάζουν κι αυτές οριακή μείωση της τάξης του 0,8%, με συνέπεια να παραμένουν ο «μεγάλος ασθενής», στο πλαίσιο της συστηματικής πορείας αποεπένδυσης που μαστίζει τη χώρα τα τελευταία αρκετά χρόνια.
Όσο για τον βολικό μύθο του οικονομικού επιτελείου πως τάχα υπήρξε μία σημαντική πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η έκθεση – σωστά – εντοπίζει πως αυτή οφείλεται αποκλειστικά σχεδόν στο ότι τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων πέρασαν μέσα από δάνεια που δόθηκαν με την εγγύηση του δημοσίου, χωρίς οι τράπεζες να αναλάβουν το παραμικρό ρίσκο. Άρα, για ποια πιστωτική επέκταση μιλάμε;